- τσεκουράτος
- και τσικουράτος, -η, -ο, Ν1. κοφτερός σαν τσεκούρι2. μτφ. α) σαφής και αυστηρόςβ) δηκτικός, δριμύς.επίρρ...τσεκουράταμτφ. σαφέστατα και αυστηρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσεκούρι / τσικούρι + κατάλ. -άτος (πρβλ. σταρ-άτος)].
Dictionary of Greek. 2013.